ἰσαίου

ἰσαίου
ἰσαῖος
equality
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἰσαίου — Ἰσαί̱ου , Ἰσαῖος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Isaeus — (Latin; Greek polytonic|Ἰσαῖος Isaios ), fl. early 4th century BC. One of the ten Attic Orators according to the Alexandrian canon. He was a student of Isocrates in Athens, and later taught Demosthenes while working as a metic speechwriter for… …   Wikipedia

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • Αγνίας — (; – 396 π.Χ.).Αθηναίος, που είχε σταλεί ως πρέσβης στον βασιλιά των Περσών, τον συνέλαβε όμως στον δρόμο ο ναύαρχος των Λακεδαιμονίων Φάρναξ και τον έστειλε στη Σπάρτη, όπου θανατώθηκε. Η κληρονομιά του δημιούργησε προβλήματα, σχετικοί δε είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσέλ, Πιερ — (Roussel, 1881 – 1947). Γάλλος αρχαιολόγος και ελληνιστής. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου (1919 1925) και διευθυντής της γαλλικής Αρχαιολογικής σχολής της Αθήνας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”